ἀθεμιστία

ἀθεμιστία
ἀθεμιστίᾱ , ἀθεμιστία
lawlessness
fem nom/voc/acc dual
ἀθεμιστίᾱ , ἀθεμιστία
lawlessness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθεμιστία — ἀθεμιστία, η (Α) [ἀθέμιστος] παρανομία …   Dictionary of Greek

  • ἀθεμίστια — ἀθεμίστιος lawless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεμιστίας — ἀθεμιστίᾱς , ἀθεμιστία lawlessness fem acc pl ἀθεμιστίᾱς , ἀθεμιστία lawlessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεμιστίαν — ἀθεμιστίᾱν , ἀθεμιστία lawlessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεμίστιος — ἀθεμίστιος, ον (Α) [ἀθέμιστος] 1. άνομος, αθέμιτος, ασεβής 2. φρ. «ἀθεμίστια εἰδώς», ο έμπειρος, ο ειδικός στις παρανομίες …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”